Sunday

αργυροσέληνες





Από τη μνήμη αρχαιότερες
Φλόγες αργυροσέληνες
Θυμούνται όσα μέλλουν
Κι αποκαλύπτονται στους ποιητές
Που δε γνωρίζουν λήθη


Σφαίρα από Σκοτάδι [λόγος πρώτος]


Μάταια φοβάσαι Κανείς δε θα σε σώσει Όταν οι ποιητές Ταξιδεύουν στο φεγγάρι Από τη γη πηγαίνουν ιστορίες Για τις αργυροσέληνες Όρισε φοιβόληπτε ποιητή Δείξε μας στον άστρινο ουρανό Ποιος σε γέννησε πλανήτης Να, δείτε εκείνο το σκοτάδι Ανάμεσα στη φιλόλαγνη Αφροδίτη Και τον φίλαλγο Αρη Όπου σαν με σφαίρα μοιάζει Εκεί μέσα έχει κρύψει Η ανθρωπότητα τη γη μου Και την κατασπαράζει σκοτεινές σήραγγες Ποιοι είναι οι άρχοντες εκεί Που σας υπηρετούν πιστοί Στην Γαία βασιλεύουν Η ειρήνη και ο πόλεμος Είναι ζεύγος ταιριαστό Ο ένας στον άλλο Τη θέση του δίνει Κατά τον τόπο Κατά τον καιρό Των λαών η βούληση Είναι για ποιον Εκείνοι λένε αγαπούν την ειρήνη Μα ποιο συχνά καλούν τον πόλεμο Σε καιρούς ειρηνικούς Προετοιμάζονται γι’ αυτόν Σ’ εμπόλεμη συνθήκη Επικαλούνται εκείνη Όταν έχουν την ειρήνη Οι μάνες μεγαλώνουν γυιους Με ωραία παραμύθια Για γενναίους ήρωες Καθώς τον πόλεμο κρατούν Μετρούν οι γυιοι την αντρειοσύνη Τα μαύρα οι μάνες ντύνονται Ωραίους θρήνους ψάλλοντας Ο πόλεμος Γραφείς διαθέτει εξαιρετικούς Συγγράφουν λόγους συγκινητικούς Να φέρουν πάλι την ειρήνη Ενώ οι δικοί της ποιητές Υμνούν τους νεκρούς του ως θεούς Και μακαρίζουν οι λαοί Μια τέτοια ηρωική θανή Στην ειρήνη νοσταλγούν Πανοπλίες δοξασμένες να ντυθούν Να τις αιματοβρέξουν Στον πόλεμο θυμούνται Του ίασμου την ακριβή ευωδιά Το ευήμερο λευκάνθος Η ειρήνη γιορτάζει τον πόλεμο Με εθνικούς πανηγυρισμούς Εκείνος της ανταποδίδει Προσωρινές ανακωχές Ερωτευμένος πάντα ο πόλεμος Με την ωραία ειρήνη Με όλα τα όπλα αγωνίζεται Για να την κατακτήσει Γοητευμένη πάλι Από την δόξα του εκείνη Με κάθε τρόπο εξοπλίζεται Στην κλίνη του να φτάσει Έτσι είναι εκεί Ο τόπος μου δεν στέκεται Τον ήλιο να χαρεί Πλανιέται, σκοντάφτει Θρυμματίζεται Γυρεύοντας μάταια το νέο φεγγάρι Στις σκοτεινές σήραγγες της ιστορίας θεμέλιος φόβος Ποιοι είναι του πολέμου υπουργοί Της ειρήνης στρατηγοί ποιοι είναι Οι ίδιοι κι απαράλλαχτοι Ανόητοι θεσμοί Προκρούστες κοινωνίες Κατασκευάζουμε και υπηρετούμε Καταδικασμένοι Να διακρίνουμε μόνο Από δω ως εκεί Στην αγωνία Πώς θα φτάσουν οι μικροί Στον φόβο Περισσεύουν οι μεγάλοι Διάγουμε τον βίο μας Με την ζωή παντοτινά νεκρή Νόμοι ακαταλόγιστα σοφοί Φροντίζουν την τυφλή υποταγή Συνθλίβουν Εκείνους που μοχθούν Για μια μικρή ελευθερία Ως που ο θεμέλιος φόβος Θέτει παράδειγμα Γι’ αποφυγή Καθώς πηγαίνει ο άδικος να φονευθεί Άλλωστε Πώς ο νόμος θα δικαιωθεί Αν δεν εκβιάσει τιμωρία βάρβαρη Πλήθος γύρω φίλοι, συγγενείς Τον βοηθούν στην καρτερία Σέρνοντας μάταια φορτία Προπατορικές ενοχές Την θανάτωσή του Αναντίρρητα ν’ αποδεχθεί Μην τυχόν προκληθούν ταραχές Στις κοινές συνειδήσεις Στη ναρκοληψία συνήθεις Η μεγαλύτερη είναι θλίψη Όταν βλέπεις άνθρωπο Στο μικρό προνόμιο πρόθυμο Με ποια τραγική φαντασία Το μετατρέπει Στην ίδια την ελευθερία Ενώ γνωρίζει Πρόοδος καμία Δίχως απόλυτη την συντριβή Τεχνάζεται μηχανισμούς Πολύ λιγότερο θνητούς Από τους φθαρτούς Υπηρέτες δημιουργούς Δοξασμένα ονόματα Για να τρέχει ο κόσμος Πίσω από κάτι που λάμπει Και φωτίζει την σπατάλη Κάποιοι υπερηφανεύονται Είναι ευγενικά ιδανικά Είναι για τον ανθρώπινο αγώνα Αλλά αιμόφυρτη ακούω την γη Δεν είναι για τον άνθρωπο το μάταιο Δε θέλουν υπηρέτες οι ιδέες ανώφελες απολογίες Η ανθρωπότητα σε όλ’ αυτά Δοκιμάζει ν’ απαντά Εγκλωβισμένη στο έγκλημά της Αφού έκανε απ’ όλες τις πληγές Να ρέει η απουσία της αγάπης Η ανθρωπότητα άρρωστη Αιμορροούν στο κορμί της τόσα μίση Μέσα στην μήτρα της συνθλίβει Κάθε ομορφιά Πριν γεννηθεί Ο νους της μη δακρυρροήσει Σκλαβιά χιλιόχρονη άσκοπη Δεν αφήνει κάτι Στο μεγαλείο του Μικραίνει το κακό Ν’ ανέχεται ο άνθρωπος Να μην το εξαλείφει Φτωχαίνει το καλό Ο άνθρωπος ν’ αντέχει Το μέτριο μόνο φως Χτίζει και χτίζεται Πλάνητες πολιτισμούς Στην δύναμή του ο καθένας Δαυλίζει τις αρχαίες φωτιές Τροχίζει τα παλιά μαχαίρια Τον άλλο να κατακτηθεί Οικοδομεί σκεπές Από τα άστρα να κρυφτεί Με φόβο για τον ουρανό Που δαπανά ανώφελα Αντιπαθεί τον άνεμο Που ταξιδεύει την ζωή Και λέει για την βροχή Που γονιμοποιεί την γη Ότι είναι η κακοκαιρία Αψηφά το σύμπαν Αφορίζει το ένστικτο Δημιουργεί από την αρχή Με τον δικό της ψεύτη τρόπο Μέσα στις σήραγγες της λογικής κρυμμένη Τα υπέρ και τα κατά Αθροίζει σαν αλάθευτη Από τις αφορμές προστατευμένη Σε αναζητήσεις δεν ξοδεύεται Κάποτε αξιώνεται Το κατασκευασμένο αποτέλεσμα Απώλειες ακολουθούν Και ανώφελες απολογίες Η ανθρωπότητα επιδίδεται Στην ανθρωποφαγία Όχλοι νεκροί Ρέουν κάθε μέρα Στις λεωφόρους Και αυτή φωνάζει Βιάσου Σε όποιον στέκεται να εννοήσει Καθαρή ματιά μην αντικρίσει χρονοβόρες καλημέρες Μέσα σε αυτή τη σύγχυση Ο άνθρωπος πώς ζει Υποψιασμένος ο άνθρωπος Περπατάει τον καιρό του Με ζήλο αθόρυβο Την κοιμισμένη αιτία Μην ενοχλήσει Και ποθήσει η καρδιά Του χορού της ζωής Βήματα άγνωστα Ξυπνά με βία το πρωί Ξεπλένει το μυαλό από τα όνειρα Να τρέξει στης δουλειάς τη φυλακή Με την κρυφή ελπίδα Να αποδράσει αύριο Αφού θα έχει ήδη αρκετά Κάθε μέρα περισσότερα Σκαρφίζεται αγαθά Τα τείχη του υψώνοντας Μαζεύονται οι άνθρωποι στις πόλεις Πως νιώθουν ασφαλείς με τους πολλούς Χωρίσματα τοιχοποιούν ανάμεσά τους Χρονοβόρες καλημέρες αποφεύγουν Συμφορά όταν τους βρει Με τον άνθρωπο θυμώνουν Πόσο έγινες αδιάφορος Στου συνανθρώπου σου τον πόνο Με βίαιο αρχίζει ξυπνημό Πριν ο ήλιος ανατείλει Τον πόθο του κοιτάζει δυστυχής Που ανέξοδα θα σβήσει Σκορπά της ζωής την ενέργεια Μοχθώντας σκληρά όλη μέρα Μη έχοντας ό,τι αποκτά Μην πηγαίνοντας για όπου βαδίζει Λίγος οίκτος πάντα περισσεύει Τα δελτία των ειδήσεων να αντιμετωπίσει Πώς ξεπέρασαν τους εκατό Αυτό το μήνα Λαθραλιευμένοι Οι νεκροί της ηρωίνης Από την ανθρωποκτόνο παραγωγή της επιστήμης Για εκείνους που σέρνουν ακόμα Ζωντανή την εξάρτυση μέσα στο αίμα τους Αδιάντροπα ψάχνει το βλέμμα του Βιάζει τον ύπνο του να σηκωθεί Κουρασμένον από μάταιες οπτασίες Του θυμίζουν Τι λαχτάρησε να ζήσει Μαρμελάδα ελπίδα καταπίνει Και ξεκινά, νομίζοντας Σήμερα θα είναι μια άλλη ημέρα Όλα γύρω θα χαμογελούν Δυόσμο θα ευωδιάζει ο δρόμος Αλλά πάλι δε συμβαίνει Γιατί δε γίνεται από μόνο του Λίγο κόπο παραπάνω θέλει Όλη νύχτα ν’ αγρυπνήσεις ομορφιά Ομορφιά το πρωί να γεννήσεις Ασπάλακας ο άνθρωπος Στο φόβο του θανάτου Κατά τις ανάγκες του Φτιάχνει τους θεούς Και, όταν όλα τα γκρεμίζει Τάχα να ελευθερωθεί Επάνω στα ερείπια Στήνοντας βωμούς Είναι πάντα έτοιμος Στο μάταιο να θυσιαστεί αγάπη σαν αληθινή Άραγε, σε τέτοιο κόσμο Θα γεννιούνται παιδιά Γεννήθηκε από αγάπη Ο άνθρωπος υποστηρίζει Για τα παιδιά του όμως διατηρεί Μια αγάπη σαν αληθινή Όσο να εκπληρώσει Την εντολή του μόνο Το είδος να διαιωνιστεί Ιδρύματα λοιπόν οικοδομεί Χτίζονται τα παιδιά Σε χρήσιμα μεγέθη Λένε οι εντολές των ανθρώπων Να τιμάς τους γονείς Υπερασπίζονται έτσι οι μεγάλοι Διαγωγές ασεβείς Κάνοντας χρήση ενοχών Αν συμβεί να αισθανθούν Για ένα παιδί σεβασμό Βιάζονται οι γυιοι Να μεγαλώσουν Ν’ απομακρυνθούν Να ελευθερωθούν Με υπομονή οι μητέρες Τους μαθαίνουν να φοβούνται Φυλάγουν εκείνοι Την καλημέρα τους για τη σκλαβιά Αυτές μαγειρεύουν Το εσπερινό παραμύθι της παρηγοριάς Ο πατέρας κατεβάζει το κεφάλι Μπροστά στης κόρης του την τόλμη Το χαμογέλασμα της προσμονής Να κρύψει Για την στιγμή, που Η μικρότητά του θα δικαιωθεί Σαν θα γυρίσει πίσω νικημένη Κάνοντας ό,τι κάνουν όλοι Λέγοντάς τα ίδια όπως οι πολλοί Με τα μέτρα του ζυγίζοντας, που Τώρα απορρίπτει Στις φοβίες του τρομάζοντας Που σήμερα αψηφά Τα μάτια των μεγάλων Στήνουν στον τοίχο Των παιδιών τα ερωτηματικά Οι απαντήσεις τους τα εκτελούν Λυγίζουν εκείνα, πληγωμένα Στα δυο διπλώνουν Στη γη ξαπλώνουν Μα δε διαλύονται στο χώμα Καμιά εξήγηση ικανή Να τα διαβρώσει Ακρωτηριασμένα τώρα Πώς να ορθώσουν πάλι Το απορημένο ανάστημά τους Κοιμούνται Μέσα στο αστικό λεωφορείο Ελπίζοντας ένα όνειρο Που αμέσως θα ξεχάσουν Διαβάζουν Κερδίζοντας λίγο χρόνο, που Μάταια θα ξοδέψουν Γνωρίζουν, πώς, με γνώση Να ελευθερωθούν Αλλά μέσα στην πληροφορία Δεν τη συναντούν Άλλωστε τώρα εκπαιδεύονται Αργότερα θα ψυχαγωγηθούν Ένα πολύ κατάλληλα Διδακτικό παιχνίδι Ως να οπλιστούν Όλες τις εξαρτήσεις Λαχταρούν τα παραμύθια τους Θέλουν να πλαγιάσουν στις αυλές Μια ήσυχη νύχτα Αφού κρυφτούν τα σύννεφα Να μη σκεπάζουν τ’ άστρα Ν’ ακούσουν παραμύθια τ’ ουρανού Να μινυρίσουν το παράπονό τους Παγιδευμένα στων γονιών το Εγώ που σ’ αγαπώ Παιδιά, που Δε γνωρίσαν ουρανό Που δε φιλήσαν χώμα Λαχταρούν μόνο να φύγουν Για πού μην ξέροντας Με εμπιστοσύνη Στη νοσταλγία Για όσα δεν έζησαν τόσο ήμερα Τα φυτά πώς ανθίζουν Κελαηδούν τα πουλιά Λένε οι εντολές του ανθρώπου Να εξουσιάζεις τη γη Και, ενώ αφανίζει την ζωή Με αγάπη σαν αληθινή Ο άνθρωπος Τα είδη προστατεύει Χτίζοντας για το καθένα Όσο να υπάρχει μόνο Μα όχι και να ζει Τα θέλει όλα χρήσιμα Εκτρέφει ζώα Φυτά καλλιεργεί Κατά τις ανάγκες που επινόησε Χρησιμοποιεί την γη Ως την πλήρη εξάντληση Έχει κάνει, λέει, φίλους του Κατοικίδια ζώα Τόσο ήμερα, που Όσο κι ο ίδιος Βαριούνται να ζουν Με την τροφή στα πιάτα Ενώ είναι ακόμα χορτάτα Δε διακινδυνεύει Την επιστροφή στην φύση Έχουν για πάντα λησμονήσει Φως να κυνηγούν όντας θνητοί Αυτή είναι η πατρίδα μου Αργυροσέληνη Αλλά νιώθω εξόριστος εκεί Στη φασαρία, τη βιασύνη της Την ταραχή Μέσα σε τάξη άπρεπη Σε φοβισμένη, στείρα λογική Όπου η μέγιστη σύγχυσις επικρατεί Δεν είναι τίποτα καινούργιο Όλα έχουν ειπωθεί Όντας όμως θνητοί Ξετυλίγουμε πάντα από την αρχή Το άπειρο νήμα Της αιώνιας γνώσης Διδασκόμαστε Το μάθημα της ιστορίας Αόριστους και παρατατικούς Και πώς ν’ αναγνωρίσουμε Τον ενεστώτα Του μεσαίωνα ή της αναγέννησης Στους δρόμους του μέλλοντα Πού ακολουθούμε Ούτε είναι πώς να συνεχίσουμε Είναι που πρέπει να επιστρέψουμε Στην κορυφή Από την οποία κατρακυλήσαμε Τη φτάνει ο νους Για μια στιγμή Σαν τα εφηβικά κορμιά Στο σμίξιμό τους Τον ελευθερώσουν Μα, δεν γελιέμαι Ούτε βήμα προχωρούμε Όσο εμείς οδηγούμε Κρατώντας τα μάτια των παιδιών Φυλακισμένα Στο συσκευασμένο αύριο Σκάβοντας πίσω βάραθρα Να τρομάζουν και στη σκέψη Ότι θα επιστρέψουν στις πηγές Απ' όπου αναβλύζει Η αιώνια ζωή Για πάντα εγκαταλειμμένη

Ιχνεύω Φέγγος [λόγος δεύτερος]


Μαλακώνει η θάλασσα Το βράχο Στον αφρό της Όταν οι ποιητές Ταξιδεύουν στο φεγγάρι Ανιχνεύουν τη γη Με αργυροσέληνες αχτίδες Όρισε φοιβόληπτε ποιητή Λέγε μας πού βρήκες την πνοή Ζωοφόρος να φτάσεις εδώ Στην σκιά σου, αργυροσέληνη Βλέπω τώρα καθαρότερα Είναι κόσμος μέγας Βυθισμένος Στης νύχτας τα χιλιόχρονα Ιχνεύοντας φέγγος Ανατέλλει τη ζωή Εκείνος, που Γνώρισε την πίστη αρχαίο νόμισμα Τη δική σου ύπαρξη Εσύ πώς έχεις οδηγήσει Προτίμησα Χίλια κομμάτια να είμαι Στον γκρεμό Παρά να κρεμαστώ Για όλη τη ζωή μου Από τη δυστυχία Διασκορπίστηκες λοιπόν Στο μικρό σου σύμπαν Θα σε συντάραξε, θαρρώ Μεγάλη απορία Λαχτάρησαν τα μάτια μου Ορίζοντες Ανθρώπινα τα έργα Εναντιώνονται Κι όλη αυτή η καταχνιά Μες στην ανάσα τους Πώς χώρεσε Να με τυλίγει ασφυκτικά Πού βρήκαν θέση Τόσα ψέματα Μέσα στα κύτταρά μου Αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω Κάθε φορά Εξαπόστειλα, λέω Το τελευταίο άχρηστο Μα στην επόμενη καμπή Ανακαλύπτω Το βλαβερό που ακολουθεί Άλλως πώς να διατηρήσω Τη ζωή μου ιερή Δρομολογώντας σχέδια Για συντάξιμο μέλλον, που Στραγγίζουν την λαχτάρα Της πρέπει η ελευθερία Ν’ αποκαλύπτει σταυροδρόμια Να ξετυλίγει τις στροφές Ν’ απογειώνει τις ταχύτητες Της αρμόζει η ελευθερία Να ζήσει αυτοσχεδιάζοντας Ανάμεσα στους ανθρώπους Είναι συνθήκη Αλληλοζητούνται υποδείξεις Από φίλο αγαπητό Μια μόνη πήρα νουθεσία Ό,τι είσαι, ακριβέ μου, είχε πει Μες στην καρδιά σου είναι Και πού ψάχνεις ταυτότητα Ο δρόμος της καρδιάς Είναι μακρύς Μοναχικές και δύσβατες Οι ατραποί Το αρχαίο νόμισμα Η μοναξιά Η μια της όψη Ολο ρυτίδες, σκοτεινή Ως δίνη σε βυθίζει Στον αφανισμό Αν την στρέψεις απ’ την άλλη Λαμπερή και γόνιμη Εγκαταλείπεσαι Ν’ αναδυθείς Το δικό σου φως Αποτινάσσεις Τον ζυγό της εγκαρτέρησης Αναζητώντας Τους κινδύνους να θηρεύσεις Ζωοφόρος Ανταμώνεις Με μιαν άνοιξη Είναι η ανθρώπινη ερμηνεία Το τραγικό, που Δείχνει τον δρόμο Για τη σωτηρία Δεν ησυχάζει ο νους Οι πτώσεις Στον πυθμένα της αβύσσου Να παύει η αναπνοή Οι πτήσεις Ως βαθιά μες στο γλαυκό Σε ευλογία οι αισθήσεις Η μεγάλη επιθυμία μας Εάν συμφωνείς κι εσύ Από το εγώ σου είναι να βγεις Να μας δεχθείς στο χώρο Του εσωτερικού σου χρόνου Ν’ αγγίξουμε Της μνήμης σου την μελωδία Την ευωδία του νου σου Να γευθούμε Το αχνόφεγγο Ν’ ακούσουμε Σαν σ’ έφερνε Τη ρύμη για τον ουρανό χρωμοφόρος ώρα Μνήμη που γεύεται Τη γνώση του άπειρου Ως τις στιγμές του ο ορίζοντας Το ωχρό, που Χρωματίζεται το βίο μας Χαμογελά τ’ απομεσήμερα Στην αύρα του έρωτα Ευωδιάζει γιασεμί Ανθίζουν τα χείλη Και τα όνειρα Την ίριδα Ξανθός Πλαγιάζει ο ήλιος Στη γονιμότητα Της κουρασμένης γης Γεννιέται Του ουρανού το τριανταφυλλί Το μεγαλόπρεπο αντίο της ημέρας Ως βρέφος πάλλευκη Δωρώντας ρόδα Στα γαλανά όνειρά της Αλκυονίδα αυγή Οδηγεί Από τις κορυφές του Υμηττού Αστραφτερή Την αίθρια ημέρα τηλαυγής καιρός Της ωραίας νεότητας Οι αύριο πηγές Όπου αναβλύζει η ρέμβη Όμορφη κόρη Δροσερή Πλούτος της η σφοδρή ορμή Όπλο το αξόδευτο όνειρο Απαιτεί μια άλλη ηθική Θεριεύει σε ανάσταση Θέλει τον κόσμο ομόνοο Το δίκαιο να είναι ανθρώπινο Ο δρόμος του βίου ανοιχτός Την λαχτάρα της ζωής Φυλάγει μες στη μήτρα της Καλώντας τον παράδεισο Τον χειμώνα θαλπωρή Δροσιά στο καλοκαίρι Φωτογόνε γυιε μου Η νιότη σου Γιορτάζει πάντα άνοιξη Περιγελώντας Την ενήλικη ζωή μου, που Μόνιμα σ’ ένα φθινόπωρο Με μόχθο και αγωνία Κρατώ αποκαταστημένη Η μητέρα αγαπά Ελεύθερο το γυιο της Και όχι δουλικό Ο πατέρας διδάσκει Την κόρη του υπερήφανη Όχι ταπεινωμένη Ο δάσκαλος με ζήλο Ωθεί το μαθητή Ώστε ο νέος άνθρωπος μπορεί Το σύμπαν ν’ αναρριχηθεί Ν’ ακούσει θεία μουσική αστροφεγγής δρόμος Στόχαση αν έχει δυνηθεί Τους ουρανούς να ψηλαφεί Από τη γη Νιώθω το ταξίδι Σαν σε βλέπω Πανσέληνη Βουτάς στα σύννεφα Και χάνεσαι Βγαίνεις κατόπιν Απαστράπτουσα Στο διάφανο σκοτάδι τ’ ουρανού Δίχως δική σου κίνηση καμία Νύχτα ζεστή Εγώ στα πόδια σου Όταν στη φωνή σου Ανθίζει Όλη η άνοιξη Γεύομαι παραμύθια Γι’ άλογα φτερωτά, που Ταξιδεύουν τα όνειρα Παντού στους γαλαξίες Στην αυλή Γεράνια ανθισμένα Αυτή την πολύτιμη ώρα Μετά την ημέρα Σε λίγο Μας βλέπουν τ’ αστέρια Δεν μπορεί να κρυβόμαστε Με τα φώτα της πόλης Από το φως του σύμπαντος όμβριο ίαμα Η ευωδία των κελαρυσμών Καθώς η σκέψη καθαρίζει Από τον κονιορτό της τύρβης Πλένει η βροχή Λεμονιά ανθισμένη Στον ακάλυπτο Κάποιο μπαλκόνι Με ανοιχτό ραδιόφωνο Ένας σπουργίτης Ψάχνει να μη βρέχεται Το καναρίνι Στο κλουβί του Τραγουδάει Το δειλινό της πόλης Κυριακή Μετά από βροχερή ημέρα Τα γκρίζα όλα πλυμένα Ρυάκια ακόμα τραγουδούν Και, αν φυσήξει ο αγέρας Από τα δέντρα Λίγες σταγόνες Επάνω στα μαλλιά σου θα σταθούν Νεφοσκεπάστηκαν οι κορυφές Σύγκορμος ο βουνός ριγεί Το δόσιμο προσμένοντας Της ωραίας βροχής Στο πλήρωμά της έτοιμη Ανελέητα τον πορθεί Γεμίζουν τα σπλάχνα του ύδατα Πλημμυρίζουν οι φλέβες του ζωή Μυροφόρο το χώμα Τον τέλειο έρωτα υμνεί εύτολμος ερωτιδέας Η μελωδία σ’ αγαπώ Τις κοιλάδες του κορμιού Σαν κυματίζεται Άνδρας ως τον ώριμο στάχυ Σκληρός, ανυποχώρητος Ο πόθος υποφέρει στην ματιά του Μέχρι το χορτασμό Γυναίκα ρόδο ανοιχτό Στην ευώδη σαγήνη τους Τα ροδοπέταλα βαριά Ολισθήματα θέλγουν ρυθμικά Έως ότου η μνήμη σταματά Μαγεμένη στιγμή Ολόκληρη η αιωνιότητα Κλεισμένη εκεί Επάνω στον ίδιο βλαστό Αρσενικό άνθος γλαυκό Πορτοκαλί το θηλυκό Το δένδρο αργυροπράσινο Οι ρίζες του βαθιά Βαθιά μέσα στη θάλασσα Κρατά τον ήλιο στη σκιά Να κοιμηθεί η ομορφιά Της προηγούμενης ημέρας Γέννησε πάλι Τον αρχαίο έρωτα Σε πάτρια γη Ιουλιανή σελήνη νέα Πλανημένοι από στεγνούς καιρούς Κορμιά ξενητιές Σαν ανταμώσουν την πατρίδα τους Οι εραστές Γυμνοί χοροί στον ποταμό Κυλούν μαζί με το νερό Ιουλιανές εσπέρες νότια Να ανατείλουν τον Τοξότη Και τώρα είναι πάντα Καθώς οι δυο σε μία σάρκα δακρυρροούσα ευχή Το δάκρυ όταν τραγουδά Τα ονειρόφτερα Κρυφής λαχτάρας Καίγεται το κερί Λαχταρά να διαλυθεί Να απαλλαγεί Από το σχηματισμό Κλαίει για τη μορφή Που τώρα χάνει Θρηνεί για την ελευθερία Που τρελά ποθεί Έως την εξαΰλωση Δακρύζουν καλημέρες Τα πράσινα φύλλα Πρωινή προσευχή Ανυψώνουν το βλέμμα Από το έδαφος Που όλη τη νύχτα Γλυκά τ’ αποκοίμισε Ακούν το φως Ξανά να γεννιέται Τη ζωή ν’ αφυπνίζεται Με καλησπερίζει Δακρύζοντας Πώς επιστρέφω μόνη Στιλπνός Κάτω απ’ την σκόνη του Στο φως της λάμπας Ρόδινος φιόγκος Το τελευταίο δώρο Μένει ανεπίδοτο Τυλιγμένο Τη μενεξεδιά του θλίψη δεινή ουσία Το δώρο έχει προσφερθεί Στον άνθρωπο Να τραφεί την αγάπη Η αγάπη Η μόνη εξήγηση Για κάθε τι, που Σε πείσμα όλων Την αλήθεια υμνεί Μια σταγόνα της Να ελευθερώσει κάποιος Και το θαύμα θα εκλυθεί Ένα ακόμα θ’ ανθίσει Αξιόμαχο λάθος Ανάμεσα σε άνυδρα φυτά Στην αναλγησία ομόθυμα Διψασμένος ο νους Το κορμί παγωμένο Στην ένοχη πληγή Πολύ βαθιά κρυμμένος Ως να αφήσω Της αγάπης ένα δάκρυ Τα μαραμένα χείλη μου να φτάσει Γλαυκή η όστρια με ανεβάζει Τους ουρανούς μου να υψωθώ Απλώνω τα χέρια Ν’ αγγίξω την αγάπη Το σταλαγμό της μόνον Ως τ’ ακροδάχτυλά μου Φέρνει ο άνεμος Ζωντανή η ζωή Ταξιδεύει μέσα μου Ορίζω τα μέλη μου Και, ενώ μακριά του Είχα εγκαταλειφθεί Κάτω απ’ τα βήματά μου Είναι πάλι ο δρόμος μου τέταρτη υπόσταση Η προθυμία και η θλίψη Περπατούν μαζί Ως να υψωθεί στη θέση της Η τέταρτη υπόσταση Οι σχέσεις και οι δεσμοί Θέλουν πόθο και κόπο πολύ Να εφαρμοσθούν στη γη Αφού στους ουρανούς Έχουν σχηματιστεί Μικρά, γεμάτα Ευλογημένα ίχνη Απ’ ό,τι χαρίσαμε στη λήθη Την ηδονή και την οδύνη Που διαρκώς γεννούν το σύμπαν Αλλά και αυτά βυθίσαμε Στα υπόγεια της μνήμης Να τηρούμε τη ζωή μας Ακριβείς και ασφαλείς Μια ολόκληρη ζωή Μέσα στο τίποτα Πόσο ανεμπόδιστα Σέρνεις το βήμα σου πίσω ξανά Την περιπέτειά σου οικτίροντας Αν και είσαι ανεφοδίαστος Την επιστροφή μη βιάζεις Δεν είναι, αν σου μοιάζει Ο δρόμος αυτός περατός Αιθεροφτερουγίσματα Σου φέρνουν χάρισμά μας Τις καινούργιες λέξεις Να ανοιχτείς Αν βουληθείς Τα πέλαγα της σκέψης

Ακριβό μου Σέλας [λόγος τρίτος]


Πέρα από τα όρη της ελευθερίας Το μονοπάτι της αγάπης Οδηγεί Την αιώνια ανατολή Όταν οι ποιητές Ταξιδεύουν στο φεγγάρι Επιστρέφουν στην γη Με αργυροσέληνες μνείες Όρισε φοιβόληπτε ποιητή Το πλοίο του νόστου περιθέει Τις αυριανές αυλές της γης Είναι αύριο η γη μου Έχει μέλλον ο πλανήτης Ο κόσμος πώς να συνεχίσει Ελπιδοφόρος υπάρχει συνθήκη Το ακριβότερο σέλας Από τη μελωδία της καρδιάς τους Προτιμούν οι άνθρωποι Να κρύβονται βαθιά τους Μα είναι εδώ το μυστήριο του σύμπαντος Για την επίτευξη του μυστικού οράματος Και η γη θολοσκεπής Στους γαλανούς της κήπους Αόρατη για τους πολλούς Ανθεί Την κάθε σκέψη, που Από παιδιά της έχει γεννηθεί ο δρόμος και ο καιρός Θα πλεύσουμε μαζί σου Οι από εμάς, που Ο δρόμος μας για τόσο Πηγαίνει μαζί με το δικό σου Αναχωρούμε ευθύς Αφού την απόφαση πήραμε Ο τροχός του χρόνου εκύλησε Ποταμός ο χρόνος Γρηγορόφτερος Από επάνω μας περνά Καταρράκτες οι νύχτες μας Οι ημέρες μας λίμνες Και, αν να μας πάει κάπου Στο πέρασμά του Ποιες πολιτείες συναντά Η στιγμή είναι πάντα Όταν έχεις το νου σου Να κρατάς στο κέντρο την καρδιά Παντού απλώνεται το τώρα Καθώς στο έργο της ψυχής σου Με το πνεύμα εργάζεσαι συνειδητά Ο καιρός δε χάνεται Δεν έχει να πάει πουθενά Όταν αν τον χρειαστείς Εντός σου θα τον βρεις να τριγυρνά Ούτε γνώση διαφεύγει καμιά Σαν αρχίζεις να παρατηρείς Με τον ανώτερο εαυτό σου Που είναι μέσα σου και είναι ψηλά Τους κύκλους που διαγράφει Της εξέλιξης ο έλικας Εντός μου κατοικεί Η αγωνία διαρκώς Είναι του αγώνα η επιθυμία Αφού η μάχη συμβαίνει πάντοτε εδώ Όσο και αν ο στόχος μοιάζει μακρινός Φαντάσου τα μάτια Σπόρου τυφλού μέσα στο έδαφος Καθώς διαρρηγνύεται Να εξαπλωθεί στη γη του Ενώ κοιτάζει τον ανθό Πώς αν φανερωθώ Εμπρός στο αναπόφευκτο Η ανθρώπινη πρόνοια Πόσο συχνά καταλήγει ατυχής Ούτε έχει κάποτε ειπωθεί Επιμηθέας ότι είναι ο ευτυχής Αρκεί Να φυλάγεις μες στα μάτια Τον αρχικό σου πόθο ανθηρό Και να είσαι ολόκληρος εκεί Σε κάθε τι καθώς το ζεις Δίχως να κρίνεις Τι είναι το όφελος Ποια η απώλεια Αφού η γνώση θέλει να σε φτάσει Τη διδαχή πριν δυνηθείς ο τόπος με τις εποχές Μα, τι είναι που το γαλανό Παραλλάσσει χρώμα εμπρός μας Είναι που μόλις βγαίνουμε Απ’ τον ψυχρό αιθέρα Να εισέλθουμε στης γης Το δροσερό αέρα Διανύοντας τη μεθόρια οδό Θα μεταλλαχθούμε τα κορμιά μας Να υποδεχθούν το τρυφερότερο Και, με όλη την επίγνωση Ακολουθώντας Των ανέμων τις τροχιές Ας εξετάσουμε Του τόπου αυτού τις εποχές Το έδαφος κάτω από χιόνια λευκά Στις παγετοπνοές χειμέριου βοριά Μέσα στο χώμα κρατά την σπορά Μα κάθε σπόρος χώρια ξαγρυπνά Και, ενώ έξω δεν κινείται κάτι Σε κάθε φωλιά που είναι ζεστή Είτε οδύνη είτε ηδονή Ό,τι είναι έχει γεννηθεί Οι άνθρωποι μοιάζουν να στενοχωρούνται Καθώς μετρούν Οι οπλές του χρόνου Την αναμονή Τάχα μην ξέροντας Το καίριο της υλοποίησης Ο ανατολικός εαρινός Ξεσηκώνει τους βλαστούς Επάνω από το έδαφος Ξετυλίγει μες στο φως Φύλλα, μπουμπούκια, άνθη Και το λευκό που έχει συλλεγεί Γίνεται τώρα όλα τα χρώματα Ρυθμός εξαίσιας μουσικής Κάθε εκδήλωση ζωής Ηλιοφώτιστα λιβάδια περπατά Οδηγώντας Κατά τους ποταμούς τα βήματα Καθώς το νερό να κυλά Από τις πηγές έως τη θάλασσα Του κόσμου αυτού η άνοιξη Μεγαλώνει και ακμάζει Ό,τι που έχει γεννηθεί στην πλάση Οι ώριμοι καρποί συναντούν Φύσημα νοτιά καλοκαιριάτικου Εδώ καθένας μπορεί ν’ αποκομίσει Ό,τι έχει σπείρει Αφού το θερίσει Στα θερμά μεσημέρια Όπου στέκονται ακίνητα Ο θεριστής ζυγίζει και μετρά Το αποτέλεσμά του της σοδειάς Κάτω από ήλιο εκτυφλωτικό Είτε θλίψη είτε χαρμονή Ό,τι είναι Έχει γίνει μεγαλύτερο Ο άνθρωπος δείχνει να φοβάται Καθώς επιτρέπει στο έργο του Χώρο πιο πολύ διαρκώς Παραγνωρίζοντας πώς Ό,τι κάνει δεν είναι αυτός Του φθινοπώρου δυτικός Φροντίζει για την παρακμή Φύλλα στο χώμα ρίχνει νεκρά Φέρνει βροχή τα σύννεφα βαριά Πάλι να γίνουν όλα γόνιμα Ο σπορέας μοναχικός Βαδίζει τη γη του Βήμα το βήμα Τον καινούργιο σπόρο, που Του έδωσε ο καρπός Ίδιον σαν, που Είχε φυτέψει πέρυσι ακριβώς Διασπείρεται πάλι στο έδαφος Στην μοναξιά της Η ανθρωπότητα Από την αρχή Εργάζεται τα πάθη της Ανιχνεύοντας Την ύλη της αγάπης Από την καρδιά των ουρανών Από την ψυχή του σύμπαντος Ανεμοφέροντας αστρόσκονη Πνέει τη γη αύρα δροσόπηγη Ο γεωργός απλώνεται τα χέρια Πιστός στο φως των αστεριών Γίνεται το είναι του αγωγός Η επιθυμία του διατρέφει τον αγρό Είτε μόχθο είτε ευφροσύνη Ο σπόρος τον οποίο ασκείται Ως το άνθος του και ως τον καρπό Σχηματίζεται Το πιο ακριβό του όνειρο Ενώ ο νέος σπόρος, που Γεννιέται απ’ αυτόν Προμηνύει μια καινή Στη μορφή προοπτική Άλλοι τρομάζουν Άλλοι ενθουσιάζονται Εμπρός σ’ ετούτη την επιλογή Να ενδώσουν Στα ομορφότερα οράματα Για τον κόσμο στον οποίο ζουν Για τους κόσμους όπου ονειρεύονται Κατά την πέμπτη εποχή Κάποιοι την ονόμασαν αργυροσέληνη Ελευθερώνεται Η κίνηση την ύλη η γύρη και ο έρωτας Με την ύλη πώς ταιριάζεις Το ιδεώδες της αγάπης Την ύπαρξή της έχεις ονομάσει Να την φορέσεις σώμα υλικό Μόλις αλλάξεις τη ματιά σου Αναγνωρίζεις το σχηματισμό Ξεχρεώνοντας την ενοχή Ο αγέρας μαχητής Διώχνει τα σύννεφα Από τους ουρανούς του νου Απογειώνεται ο στοχασμός Ηλιοτροπία χάριτος Χαμηλά πετώντας Ο κορυδαλλός Καταδέχεται την απορία Στοργικά διδάσκοντας, πώς Γίνεται ύμνος η παραφωνία Μέλισσα την ελπίδα πραγματοποιεί Διανοίγοντας την επικοινωνία Κόκκο τον κόκκο Η γύρη και ο έρωτας Ανθό ανθό η γονιμότητα Ανανεώνεται την ηθική Νέα πνοή στην πλάση φέροντας Έχει σκοπό να ζήσει Ευθαλής η γη Το όρος βλέπει την πραγματικότητα Ενόσω αφουγκράζεται τη φαντασία Από τις κορυφές του στέλνει την ιδέα Στους τάπητες τριγύρω του Που στρώνει η πεδιάδα Με αφοσίωση στη μόνη έννοια Πώς οι αισθήσεις εκλεπτύνονται Βράχο το βράχο αναρριχώμενες Την πράξη ο καρπός εξασφαλίζει Μεθύεται τον πόθο του ανθού Και, αφού ο χρόνος του γεμίσει Ως έχει όλη η ομορφιά του Αποκαλυφθεί Ως έχει ταξιδέψει το άρωμά του Μέσα σε αύρα πρωινή Αφομοιώνει τους χυμούς Την ειρήνη ποταμός υπηρετεί Κελαρύζοντας την ευφορία Επάνω στο γυμνό κορμί της γης Ξεδιψώντας αρετή Από τη γνώση της πηγής Διαφυλάττει η λίμνη τη γαλήνη Με θάρρος συγχωρώντας την πληγή Αφυπνίζει εύθρυπτη τη μνήμη Και δίνει συνετά τον λόγο Να απαντήσει Ευλογημένη η σιωπή Συμπορεύεται την ώρα του Το έδαφος Πλέκοντας τις σχέσεις του Αρμονικά Το χώμα αυξάνεται τη ρίζα Μες στην αφθονία Ορθώνεται ο βράχος Αντικρύ στο κύμα Εκτείνεται η άμμος Πλάι στην ακροθαλασσιά Στους ακοίμητους βυθούς Ωκεανοί Έχουν εννοήσει τη σοφία Από την επιφάνεια ύδατα Επαίρονται στα σύννεφα Επιστρέφοντας μέσα στη βροχή Διδάσκεται την ίριδα η ζωή Το δειλινό συγκρατεί την ευτυχία Στοχάζεται η αλήθεια την εσπέρα Με ευγνωμοσύνη Για την ευεργεσία της ημέρας Πως προώθησε την κίνηση της σπείρας Καταλύοντας Μέσα σε αγάπη χρυσόροδη Λίγον ακόμα φόβο τεφρώδη Από την άγνοια και την αδικία Η ανατολή ελευθερώνει Τον ορίζοντα, που Ολόκληρη τη νύχτα Έσμιγε αγκαλιά σφιχτή Ουρανό πατέρα Μάνα γη Των ονείρων ευδοκία Κατοικείται στην ενθύμηση Της πρώτης εντροπίας η συγκομιδή της εμπειρίας Μέσα σε τούτη την ωραία κτίση Ο άνθρωπος ακόμα παίζει Οράματα προσωρινά Σε αυτό το στάδιο συμβαίνει Από την πρόσφατή του αιτία Καθένας ξεκινά Μα, αν σου μοιάζει αταξία Μη λησμονείς το αποτέλεσμα Τη συγκομιδή της εμπειρίας Άπειρες γενιές Σμήνη της ύπαρξης Αδιάκοπα είναι καθ’ οδόν Μεταναστεύουν διαρκώς Από πλανήτη σε πλανήτη Από ένα σε άλλο ον Ταξίδι το ταξίδι ελπίζοντας Η πατρίδα βρίσκεται εδώ Το ξετύλιγμα όμως Σπρώχνει Επάνω και εμπρός Ο άνθρωπος βαστάζει Πάμπολλων κόσμων τις αποσκευές Το δικό του μέρος είναι Να εργαστεί τις αποφάσεις Μη αγνοώντας τις ευθύνες Αλλά πώς αποφασίζει Αφού καθόλου δεν το ξέρει Το πρωινό τι θα του φέρει Εκείνο ακριβώς που θέλει Κοίταζε προσεκτικότερα Έχει μεστώσει η ανθρωπότητα Σε ό,τι έχει επιλέξει Αυτή που ήθελε έχει γίνει Και ενέχει πείρα να διακρίνει Τη συνέπεια της κίνησης Γνωρίζει πώς Η σκέψη οδηγεί Τι έπεται ο λόγος Ποια πράξη ακολουθεί Μένει Την έκβαση ν’ αποδεχθεί Είτε μακάρια Είτε αλγεινή Κάθε ρόλο ερμηνεύει Κάποιο πρόσωπο φορά Είτε ευδαιμονία είτε αθλιότητα Ως να δοθεί ολόψυχα Ως μοναδικά να αγαπήσει Εξιλεώνοντας τη δυσπιστία Από κάθε επίφαση άφοβα Την αλήθεια ως γυμνώνει Εαυτόν απολυτρώνει Από το γνώρισμα και την ιδιότητα Στους ανθρώπους αύριο Αυτό έχει συμβεί, που Τα κορμιά τους θάλπουν Και είναι τόσο διαυγείς Εκπαιδεύονται τον τρόπο Πώς πηγαίνουν τελικά στο σπίτι Διαπερνώντας όλες τις πατρίδες Που χρήζει η μορφή να πορευτεί Ο γυιος του γεωργού Φίλος των αγγέλων από τ’ άστρα Μετέγραψε Για το γαλανοπράσινο πετράδι, που Στο λαιμό αυτού του ήλιου λάμπει Ψαλμούς που υμνούν οι ουρανοί Ταξιδεύει το πνεύμα μέσα από την ύλη Περιέχοντας την εμπειρία Στην επιστροφή Και οι πόλεις μας Η φύση Η δημιουργία Την οποία κατοικήσαμε Ό,τι έχουμε δημιουργήσει Όλα είναι ζώντα Πνέει αδιαίρετη Η κοσμική ψυχή Σε ό,τι αναγνωρίζεις ως Κάποια άλλα όντα και Μέσα στον αέρα, το νερό, τη γη Σε κάθε σχέση και συνθήκη Εντός του σύμπαντος ή του πλανήτη Όποια κατασκευή Ίσως και στα έργα Των θνητών χεριών μας Τα μικρά κατασκευάσματα Τις καλλιτεχνίες μας Σε όλες και σε κάθε μια Εμπνευσμένη πράξη, που Ξυπνά την αφορμή Να ακυρωθεί η συστολή Ελεύθερη να ρέει Η ουσία της αγάπης η νοσταλγία και ο θαυμασμός Στους καιρούς μου Ποιος φαντάζεται Ό,τι υπάρχει Πώς δε χάνεται Καλώς εδέχτηκες τη νοσταλγία Ποιητή Σκαρφάλωσε Επάνω στα φτερά της Γύρνα πίσω στον καιρό σου Όπου ενώνονται σε ένα Ο άντρας μαζί με τη γυναίκα Και οδηγεί μικρό παιδί Φωτεινό σαν μεσημέρι Με την αγάπη στη ματιά του Σπείροντας γύρω τη χαρά του Και σ’ εμάς θα λείψεις Αλλά μην ανησυχείς Δεν υπάρχει κάτι Να το στερηθείς Στο θαυμασμό που έχεις φτάσει Για το σχέδιο και για την πλάση Η σύνδεσή του με το όλον δε θα πάψει Στους χρόνους που σου μέλλουν Οι γήινοι αδρανείς δε μένουν Και του παντός η νόηση Γνωρίζοντας Το χρώμα της φωνής σου Είναι στην διάθεση Της βούλησής σου Γίνου τώρα συμπαγής Βγαίνοντας από την υπόσταση Χρειάζεται να είσαι πυκνός Πατώντας τα πόδια σου στο έδαφος Είναι πράγματι σκληρή και τραχιά Η χωμάτινη ένδυση Αλλά το κατέχεις πια Ουδείς θνητός μέσα στο παν Μην αμελείς να διατηρείς Τα ρόδα της αγάπης σου Ανθισμένα Στην ευωδιά τους Να καλείς καθέναν Δεχόμενος πρόθυμα Όλη την αγάπη Ως αυγινή δροσιά κρυστάλλινη Πήγαινε λοιπόν Στα μολύβια, τα χαρτιά σου Περιέγραψε Την περιπέτειά σου Πώς έθραυσες τα σύνορά σου Βαδίζοντας τις λεωφόρους, που Φωτίζονται το βλέμμα των θεών Και όπου κάθε μέρα είναι Η ημέρα, που Το θαύμα συντελείται Ο κήπος των Εσπερίδων Πάντοτε είναι ανοιχτός Αρκεί Να ελευθερώσεις την ευχή σου Για να ανταμώσουμε εδώ Η Σελήνη ορίζει Αυτό το χορό Αλλά υπόσχομαι να μάθεις Ποια άρπα Ποιος αυλός Διανύει την απόσταση Από το αργυρό Έως το χρυσό Ώστε να βλέπεις Μες στο λαμπρογόνο φως